
Θα μπορούσε ο Κιρ Στάρμερ να πετύχει εκεί που απέτυχαν οι Μπόρις Τζόνσον, Τερέζα Μέι και Ρίσι Σούνακ; Αυτό διερωτάται ο Σον Ο’Γκρέιντι σε άρθρο του στον “Independent”, αναφερόμενος σε ένα πολυπόθητο στόχο της εποχής του Brexit: τη σύναψη μιας εμπορικής συμφωνίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Σύμφωνα με πληροφορίες, μια συμφωνία φέρεται να ήταν «έτοιμη προς υπογραφή» αυτή την εβδομάδα, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν έχει γίνει ακόμη. Στο πλαίσιο αυτό, το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε να μειώσει τον φόρο ψηφιακών υπηρεσιών που επιβάλλει σε αμερικανικές εταιρείες, με αντάλλαγμα τη μείωση των δασμών 25% του πρώην Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στον χάλυβα, το αλουμίνιο και τα αυτοκίνητα.
Ωστόσο, αξιωματούχοι παραδέχτηκαν ότι η συμφωνία θα μπορούσε «να ακυρωθεί την τελευταία στιγμή», σε περίπτωση που οι ΗΠΑ προχωρήσουν στην επιβολή δασμών σε φαρμακευτικά προϊόντα.
Η κυβέρνηση Στάρμερ καλείται να διαχειριστεί μια σειρά από πολιτικά δύσκολες παραχωρήσεις – όπως η εισαγωγή αμερικανικού χλωριωμένου κοτόπουλου ή γενετικά τροποποιημένων τροφίμων στα βρετανικά ράφια, αλλά και το ενδεχόμενο άνοιγμα του NHS σε αμερικανικές εταιρείες.
Παρ’ όλα αυτά, εφόσον ο πρωθυπουργός καταφέρει να αποφύγει τις παγίδες και να επιτύχει μια συμφωνία που υπερασπίζεται τα συμφέροντα της Βρετανίας, τότε θα έχει εξασφαλίσει ένα σχεδόν αδιανόητο πολιτικό επίτευγμα.
Μια τέτοια συμφωνία θα αποτελούσε μια «χρυσή ευκαιρία» για τις βρετανικές επιχειρήσεις, σημειώνει η “Telegraph”, προσφέροντάς τους ευκολότερη πρόσβαση στη μεγαλύτερη και πιο δυναμική οικονομία του κόσμου. Ωστόσο, ο Στάρμερ διατρέχει τον κίνδυνο να θυσιάσει αυτή την ευκαιρία στον βωμό της υπόθεσης της παραμονής στην ευρωπαϊκή σφαίρα επιρροής.
Η κυβέρνηση, σύμφωνα με δημοσιεύματα, φέρεται να σχεδιάζει την ευθυγράμμιση με τις Βρυξέλλες σε πρότυπα τροφίμων και φόρους άνθρακα στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης «επαναπροσέγγισης» με την ΕΕ. Μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να αποκλείσει αμερικανικά προϊόντα από τη βρετανική αγορά, να εξοργίσει την Ουάσινγκτον και τελικά να οδηγήσει σε κατάρρευση της συμφωνίας.
Ο Στάρμερ προσπαθεί να διατηρήσει μια λεπτή ισορροπία, αλλά σε έναν κόσμο όπου το εμπορικό πεδίο γίνεται ολοένα και πιο ανταγωνιστικό, θα χρειαστεί να διαλέξει πλευρά: Ευρώπη ή Αμερική. Παρά τη σημασία της αμερικανικής αγοράς, οι εξαγωγές του Ηνωμένου Βασιλείου προς την ΕΕ αγγίζουν τις 358,1 δισεκατομμύρια λίρες ετησίως, σχεδόν τα διπλάσια από τις εξαγωγές στις ΗΠΑ.
Ακόμη και αν υπογραφεί η συμφωνία, το συνολικό όφελος για την οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου θα είναι περιορισμένο. Η Βρετανία είναι ήδη μια από τις πιο ανοιχτές οικονομίες παγκοσμίως, με μερικούς από τους χαμηλότερους δασμούς στον κόσμο. Κυβερνητικά στοιχεία δείχνουν ότι ακόμα και η πλήρης άρση δασμών και εμποδίων μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και ΗΠΑ θα οδηγούσε σε αύξηση του ΑΕΠ κατά λιγότερο από 0,25%.
Αν η βρετανική κυβέρνηση θέλει πραγματικά να αλλάξει τη ζωή των πολιτών, θα πρέπει να στραφεί στις βαθύτερες αιτίες των προβλημάτων και σε πιο ουσιαστικές πολιτικές: την ανάπτυξη της οικονομίας, την καλύτερη αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών, τον εκσυγχρονισμό του ενεργειακού δικτύου και των υποδομών και τη διάσωση του NHS. Φυσικά, αυτά είναι πολύ πιο δύσκολα από το να αναζητά μαγικές λύσεις στις διεθνείς αγορές.