
Χιλιάδες ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα και του μαστού αναμένεται να επωφεληθούν από ένα νέο αιματολογικό τεστ που ξεκινά να εφαρμόζεται στο NHS Αγγλίας, επιταχύνοντας σημαντικά την πρόσβαση σε στοχευμένες θεραπείες.
Το τεστ, γνωστό ως “υγρή βιοψία” (liquid biopsy), μπορεί να εντοπίσει θραύσματα DNA όγκου που κυκλοφορούν στο αίμα και να προσφέρει στους ασθενείς διάγνωση και έναρξη θεραπείας έως και δύο εβδομάδες νωρίτερα από τη συμβατική βιοψία ιστού. Σε ορισμένες περιπτώσεις, συμβάλλει και στην αποφυγή περαιτέρω επεμβατικών διαγνωστικών διαδικασιών και χημειοθεραπειών.
Μετά από επιτυχημένο πιλοτικό πρόγραμμα, το NHS ανακοίνωσε πως έως και 15.000 ασθενείς με ύποπτο καρκίνο πνεύμονα θα μπορούν να επωφελούνται ετησίως από το τεστ, ενώ αντίστοιχα η εφαρμογή του επεκτείνεται σε ασθενείς με προχωρημένο καρκίνο του μαστού, με περίπου 5.000 γυναίκες να αναμένεται να ωφεληθούν κάθε χρόνο.
Σύμφωνα με την ανεξάρτητη οικονομική αξιολόγηση του πιλοτικού προγράμματος, η εφαρμογή του τεστ θα μπορούσε να εξοικονομήσει έως και 11 εκατομμύρια λίρες ετησίως για το NHS στον τομέα της περίθαλψης καρκίνου του πνεύμονα.
Ο καθηγητής Πήτερ Τζόνσον, εθνικός κλινικός διευθυντής για τον καρκίνο στο NHS, δήλωσε:
«Οι υγρές βιοψίες μάς οδηγούν σε μια νέα εποχή εξατομικευμένης φροντίδας. Ενισχύουν τη δυνατότητα παροχής στοχευμένων, λιγότερο επεμβατικών θεραπειών και βοηθούν ασθενείς να αποφύγουν πιο έντονες αγωγές.»
Η εξέταση χρησιμοποιείται για την ανίχνευση γενετικών μεταλλάξεων, επιτρέποντας την έναρξη εξατομικευμένων θεραπειών που ανταποκρίνονται στο γενετικό προφίλ κάθε όγκου.
Η Καθηγήτρια Σου Χιλ, επικεφαλής επιστημονική σύμβουλος για την Αγγλία, ανέφερε:
«Αυτή η τεχνολογία προσφέρει ουσιαστική πρόοδο για την πρώιμη και ακριβή διάγνωση και αντιμετώπιση του καρκίνου. Πρόκειται για αξιοποίηση των γονιδιωματικών τεχνολογιών για τη βελτίωση της φροντίδας στο NHS.»
Σύμφωνα με τα δεδομένα του πιλοτικού προγράμματος, σε ασθενείς με μη μικροκυτταρικό καρκίνο πνεύμονα (non-small-cell lung cancer), τα αποτελέσματα της υγρής βιοψίας ήταν διαθέσιμα έως και 16 ημέρες νωρίτερα σε σχέση με την παραδοσιακή μέθοδο.
Το πρόγραμμα εντάσσεται στην ευρύτερη στρατηγική του NHS Genomic Medicine Service, που αποσκοπεί στη χρήση γονιδιωματικών δεδομένων για πιο ακριβή και αποτελεσματική αντιμετώπιση του καρκίνου.